- σόλιδος
- ο, ΝΜκέρμα που κόπηκε στο Βυζάντιο από τον Μέγα Κωνσταντίνο τον 4ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε ως μέσο συναλλαγής στο διεθνές εμπόριο μέχρι τον 11ο αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. solidus, -i «χρυσό νόμισμα» (< solidus «στέρεος»)].
Dictionary of Greek. 2013.