σόλιδος

σόλιδος
ο, ΝΜ
κέρμα που κόπηκε στο Βυζάντιο από τον Μέγα Κωνσταντίνο τον 4ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε ως μέσο συναλλαγής στο διεθνές εμπόριο μέχρι τον 11ο αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. solidus, -i «χρυσό νόμισμα» (< solidus «στέρεος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… …   Dictionary of Greek

  • σολδίο — το / σολδίον, ΝΜ, και σόλδι και σολδί Ν νεοελλ. (κατά τον μεσαίωνα) χάλκινο ή ορειχάλκινο νόμισμα τού παλαιού γαλλικού νομισματικού συστήματος, που αντιστοιχούσε με το 1/20 τής λίβρας, ενώ μετά την καθιέρωση στη Γαλλία τού δεκαδικού συστήματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”